ποτανός

ποτανός
ποτᾱνός
1 winged
a pl. pro subs.

ἔστι δ' αἰετὸς ὠκὺς ἐν ποτανοῖς N. 3.80

b met., soaring, inspired ἔν τε Μοίσαισι ποτανὸς ἀπὸ ματρὸς φίλας (Heyne: ποτηνὸς codd.: sc. Ἀρκεσίλας) P. 5.114

τὸ δ' ἐν ποσί μοι τράχον ἴτω τεὸν χρέος, ὦ παῖ, νεώτατον καλῶν, ἐμᾷ ποτανὸν ἀμφὶ μαχανᾷ P. 8.34

ἐπεὶ ψεύδεσί οἱ (= Ὁμήρῳ)

ποτανᾷ τε μαχανᾷ σεμνὸν ἔπεστί τι N. 7.22

πο]τανὸν ἅρμα Μοισα[ (vel πτανὸν) Πα. 7B. 13.

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ποτανός — ά, όν, και ποτηνός, ή, όν, Α 1. αυτός που πετάει, ο φτερωτός (α. «ποτανοὶ οἰωνοί», Ευρ. β. «ποτανὰ πέδιλα», Ευρ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ποτανά τα πτηνά («αἰετὸς ὠκὺς ἐν ποτανοῑς», Πίνδ.) 3. φρ. α) «ποτανὸς ἐν Μοίσαισι» αυτός που επιχειρεί …   Dictionary of Greek

  • ποτανός — ποτᾱνός , ποτανός winged masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποτανόν — ποτᾱνόν , ποτανός winged masc acc sg ποτᾱνόν , ποτανός winged neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποταινός — ή, όν Α εσφ. γρφ. τού ποτανός* …   Dictionary of Greek

  • ποτηνός — ή, όν, Α βλ. ποτανός …   Dictionary of Greek

  • ποταναῖς — ποτᾱναῖς , ποτανός winged fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποταναί — ποτᾱναί , ποτανός winged fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποτανοῖς — ποτᾱνοῖς , ποτανός winged masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποτανοῖσι — ποτᾱνοῖσι , ποτανός winged masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποτανοί — ποτᾱνοί , ποτανός winged masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποτανοῦ — ποτᾱνοῦ , ποτανός winged masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”